- αλλαξογνωμώ
- (-έω)αλλάζω γνώμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο-* + γνώμη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλλαξο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τής Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που συνδέεται ετυμολογικά με το ρήμα αλλάζω*. Το αλλαξο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως την έννοια τής «αλλαγής, μεταβολής, αντικατάστασης,… … Dictionary of Greek
αλληλουίζω — [αλληλούια] 1. λέω άλλα λόγια από πριν, αλλαξογνωμώ 2. μεταμελούμαι, μετανιώνω 3. συγχύζομαι, τά χάνω … Dictionary of Greek